- σύγγονος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. εκ γενετής, σύμφυτος, φυσικός2. συγγενής3. αυτός που έχει δεσμούς εξ αίματος συγγένειας με κάποιον άλλο4. αυτός που ανήκει σε ένα γένος5. εγχώριος, ντόπιος6. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ και ἡ σύγγονοςαδελφός, αδελφή7. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σύγγονοιοι συγγενείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. από-γονος].
Dictionary of Greek. 2013.